- εθελοντικά
- dobrovolně
Ελληνικά-Τσεχικής chlovar. 2008.
Ελληνικά-Τσεχικής chlovar. 2008.
ανακατατάσσω — 1. κατατάσσω εκ νέου ή ακριβέστερα 2. μέσ. κατατάσσομαι εκ νέου εθελοντικά στον στρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κατατάσσω. ΠΑΡ. ανακατάταξη. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
εκουσιάζομαι — ἑκουσιάζομαι (Α) 1. προσφέρω εθελοντικά τις υπηρεσίες μου 2. θέλω, προτιμώ … Dictionary of Greek
επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… … Dictionary of Greek
θερμοπύλες — I Στενό πέρασμα (στενωπός) μεταξύ του Μαλιακού κόλπου και του Καλλίδρομου, που η στρατηγική του θέση έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Το τοπίο σήμερα έχει αλλοιωθεί με τις προσχώσεις των ποταμών, κυρίως του Σπερχειού, και… … Dictionary of Greek
μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… … Dictionary of Greek
παρτιζάνος — ο 1. μαχητής που κατατάσσεται εθελοντικά σε άτακτη στρατιωτική ομάδα και αγωνίζεται για την επίτευξη εθνικού, κοινωνικού, πολιτικού ή στρατιωτικού ιδεώδους 2. (ειδικά) μαχητής τού γιουγκοσλαβικού ανταρτικού απελευθερωτικού στρατού στη διάρκεια… … Dictionary of Greek
πλοηγικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλοηγία ή στον πλοηγό 2. φρ. α) «πλοηγικά δικαιώματα» η χρηματική αποζημίωση που καταβάλλουν τα πλοία ὁταν χρησιμοποιούν πλοηγό, αποζημίωση που καταβάλλεται τόσο από τα πλοία που είναι υποχρεωμένα να… … Dictionary of Greek
στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος … Dictionary of Greek
τσέτης — ο, Ν 1. (παλ. τ.) στρατιώτης άτακτου στρατού, αντάρτης 2. συν. στον πληθ. οι τσέτες ονομασία Τούρκων ανταρτών οι οποίοι, συγκροτημένοι σε εθελοντικά τάγματα ή συμμορίες, έδρασαν εναντίον τού ελληνικού στρατού κατά τη μικρασιατική εκστρατεία.… … Dictionary of Greek
Αλεξιανοί — Μέλη θρησκευτικής αδελφότητας της Ολλανδίας και της Γερμανίας που δημιουργήθηκε τον 14ο αι. με σκοπό την προστασία των φτωχών και την ταφή των απόρων στη διάρκεια της μεγάλης επιδημίας πανώλης που μάστιζε τότε την Ευρώπη. Ονομάστηκαν Α. το 1462,… … Dictionary of Greek
Απολινέρ, Γκιγιόμ — (Gillaume Apollinaire,Ρώμη 1880 – Παρίσι 1918). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Γάλλου ποιητή και πεζογράφου Βίλχελμ Απολινάρις ντε Κοστροβίτσκι (Wilhelm Apollinaris de Kostrowitsky). Νόθος γιος ενός Ιταλού αξιωματικού και μιας νεαρής Πολωνέζας,… … Dictionary of Greek